- ηθάνιον
- ἠθάνιον, το (Α)(κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιονἠθάνιον»)υποκορ. τού ηθμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ- (τού ηθ-μός) + -άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ-άν-ιον, βοτ-άν-ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθάνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek